- λακεῖν
- λᾰκεῖν, [tense] aor. 2 inf. of λάσκω. [full] λακέμεναι· φαγέσθαι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λακεῖν — λάσκω ring aor inf act (attic epic doric) λακάω burst asunder pres inf act (attic epic doric ionic) λᾱκεῖν , ληκέω crack pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μη πώποτε — μὴ πώποτε και μή πώ ποτε (Α) (σχετικά με το παρελθόν) όχι ακόμη ή ποτέ ώς τώρα («μὴ πώ ποτ αὐτὸν ψεῡδος ἐς πόλιν λακεῑν» Σοφ.) … Dictionary of Greek
μηκώμαι — (Α μηκῶμαι, άομαι) (για πληγωμένο άνθρωπο ή ζώο) βγάζω στεναγμό από τον πόνο, βογγώ νεοελλ. (για βόδι) μουγκρίζω, μουγκανίζω αρχ. 1. (για τα πρόβατα ή τις αίγες) βελάζω, βληχώμαι 2. (για καταδιωκόμενο ελαφάκι ή λαγό ή κάπρο) φωνάζω, σκούζω, βγάζω … Dictionary of Greek